1977: Η προσπάθεια αλλαγής του ωραρίου και οι
αντιδράσεις των εμποροϋπαλλήλων
Η επίθεση του κεφαλαίου στο ωράριο εργασίας των
εμποροϋπαλλήλων πάει πολλές δεκαετίες πίσω. Έκφραση αυτής είναι και η
προσπάθεια που ξετυλίχθηκε το 1977, από τους μεγαλοκαταστηματάρχες και την τότε
κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Βασικοί στόχοι ήταν η αποδέσμευση του ωραρίου
λειτουργίας των καταστημάτων από το ωράριο εργασίας των εμποροϋπαλλήλων και η
εφαρμογή του ωρομισθίου.
Οι
μεγαλοκαταστηματάρχες επεδίωκαν το ωράριο λειτουργίας να μην ταυτίζεται και να
είναι μεγαλύτερο του ωραρίου εργασίας, ώστε στη συνέχεια να επιβάλουν στους
εργαζόμενους την αλλαγή προς το χειρότερο των εργασιακών σχέσεων, μέσω της
αύξησης των ωρών εργασίας, με τη μορφή της «μαύρης», ανασφάλιστης δουλειάς ή με
τη μορφή της «νόμιμης», αλλά πιο φθηνής επιπλέον εργασίας. Άνοιγε και μ' αυτόν
τον τρόπο ο δρόμος για την καθιέρωση της μερικής απασχόλησης, που τότε ακόμα
δεν υπήρχε.
Έρευνα
του «Ριζοσπάστη» εκείνης της εποχής για το ωράριο των καταστημάτων σημείωνε τα
εξής: «Τη δεκαετία του 1960 οι
εμποροϋπάλληλοι κάνουν μια αγωνιστική προσπάθεια να πετύχουν 8ωρες δουλειά, 8
ώρες ανάπαυση, 8 ώρες ελεύθερο χρόνο, γιατί μπορεί τυπικά να δούλευαν 8 ώρες,
αλλά με το διακεκομμένο ωράριο ήταν στο πόδι από τις 7 το πρωί μέχρι τις 9 το
βράδυ.
Σε ένα φυλλάδιο των "115" το
1965 αναφέρεται "(...) Η καθιέρωση του συνεχούς ωραρίου θα απαλλάξει τους
υπαλλήλους των καταστημάτων από τη μεγάλη ταλαιπωρία της διπλής συγκοινωνίας,
θα διευκολύνει τη δουλειά τους, θα τους επιτρέψει καλύτερη ανάπαυση..."
Στα 17 χρόνια που πέρασαν από το 1960
οι εργατοϋπάλληλοι κατάφεραν να επιβάλουν συνεχές ωράριο για μερικές ώρες τη
βδομάδα. Αλλά το 48ωρο έμεινε 48ωρο (...) Η Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας
που υπογράφτηκε το 1975 προβλέπει 45ωρο, όμως όπως έδειξε η ίδια η ζωή αυτό δεν
εφαρμόστηκε παρά μόνο σε μικρή έκταση, γενικά και ειδικά στο χώρο αυτό».
Έτσι, στα
τέλη του 1976 επικρατούσε το εξής καθεστώς: Τυπικά το ωράριο λειτουργίας των
καταστημάτων ήταν 48 ώρες και το ωράριο εργασίας των υπαλλήλων 45 ώρες. Τρεις
μέρες τη βδομάδα, το ωράριο λειτουργίας ήταν συνεχές, 8 π.μ. - 3 π.μ. και για
τις υπόλοιπες τρεις ήταν διακεκομμένο, 8 π.μ. - 1.30 μ.μ. και 4.30 μ.μ. - 8 μ.μ.
Συνεχές
ωράριο χωρίς αποδέσμευση
Στις
συνθήκες αυτές, τα σωματεία των υπαλλήλων καταστημάτων κήρυξαν απεργία στα μέσα
στου Δεκέμβρη του 1976, διεκδικώντας την καθιέρωση συνεχούς ωραρίου 42
ωρών τη βδομάδα, χωρίς αποδέσμευση από τις ώρες λειτουργίας των καταστημάτων.
Αρχικά,
η πρόταση αυτή περιελάμβανε τέσσερις μέρες συνεχούς ωραρίου το πρωί και δύο
μέρες συνεχούς ωραρίου το απόγευμα. Στη συνέχεια μετατρέπεται σε τέσσερις μέρες
συνεχούς και δύο διακεκομμένο.
Το
αίτημα των υπαλλήλων υποτίθεται ότι στήριζε και η ηγεσία της Ομοσπονδίας
Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδας (ΟΙΥΕ), η οποία όμως υπαναχώρησε τελικά και
συμφώνησε με τους μεγαλοκαταστηματάρχες και την κυβέρνηση της ΝΔ τα εξής:
Να
παραμείνει - επισημαίνει ο «Ριζοσπάστης» - «(τυπικά)
48ωρο για τη λειτουργία των καταστημάτων και 43ωρο (τυπικά) για απασχόληση
υπαλλήλων. Οι ώρες λειτουργίας θα είναι από τις 9 το πρωί μέχρι τις 5.30 το
απόγευμα, συνεχές εκτός Σαββάτου, που θα κλείνουν νωρίτερα. Δηλαδή θα καλύπτουν
5μισι ώρες».
Ο
εργοδότης, όπως σημείωνε ο «Ριζοσπάστης», «θα
καθορίζει δύο βάρδιες. Η μία θα αρχίζει από τις 9 π.μ. και θα τελειώνει στις
4.30 μ.μ. (7,5 ώρες) και η άλλη θα αρχίζεις στις 10 π.μ. και θα τελειώνει στις
5.30 μ.μ. (επίσης επτάμισι ώρες τυπικά)».
Ωστόσο
«το σοβαρό
πρόβλημα βρίσκεται στο αν πραγματικά θα δουλεύουν οι εργαζόμενοι έστω τις 43
ώρες που προβλέπει η "συμφωνία". Η
πείρα από το 45ωρο της Σύμβασης, η διάρθρωση των επιχειρήσεων, οι μηχανισμοί
"ελέγχου", η κατοχυρωμένη αυθαιρεσία, η δαμόκλειος σπάθη της απόλυσης
κ.λπ. μας λένε ότι οι προϋποθέσεις που έχουν οι εργοδότες για καταστρατήγηση
είναι αρκετές.
Σε αυτή τη μερική αποδέσμευση (...) βρίσκεται η μελετημένη
ανωμαλία (...) Πέρα όμως από αυτό (...), με το ωράριο που προτείνουν οι
παράγοντες αυτοί, ανοίγουν το δρόμο για την εφαρμογή του ωρομισθίου -
αυτόν τον σοβαρό κίνδυνο για τους εργαζόμενους - που ήδη εδώ και κάμποσο καιρό
το μελετούν οι βιομήχανοι».
Η
απεργία που έγινε στις 16 Δεκέμβρη 1976 σε Αθήνα και Πειραιά, κρίθηκε
επιτυχημένη, παρά την υπονομευτική στάση της ΟΙΥΕ. Στο πλάι των εργατοϋπαλλήλων
στάθηκαν και οι μικρομεσαίοι καταστηματάρχες, αντιλαμβανόμενοι ότι οι στόχοι
που εξυπηρετούσαν αυτοί οι σχεδιασμοί οδηγούσαν πολλούς απ' αυτούς στο
«λουκέτο».
Στο
ρεπορτάζ για την απεργία ο «Ριζοσπάστης» ανέφερε: «Οι
εμποροϋπάλληλοι και οι χαρτοϋπάλληλοι της Αθήνας, από νωρίς το πρωί, άρχισαν να
συγκεντρώνονται έξω από τα γραφεία του Συλλόγου τους. Στις 8.30 το πρωί, πάνω
από 4.000 απεργοί είχαν κατακλύσει το χώρο έξω από τα γραφεία του συλλόγου τους
(...) μίλησε στους συγκεντρωμένους η πρόεδρος του Συλλόγου Ειρήνη Γιαννακακίδου
που ανάμεσα στα άλλα, τόνισε τα εξής: "Με το ωράριο που θα εφαρμοστεί θα
έχουν δικαίωμα οι εργοδότες να μας κρατάνε 48 ώρες με την προϋπόθεση ότι θα μας
πληρώσουν με ωρομίσθιο. Η παραπέρα αποδέσμευση των ωρών λειτουργίας θα ανοίξει
το δρόμο στο απαράδεκτο ωρομίσθιο και θα έχει επιπτώσεις οικονομικές και
ασφαλιστικές δυσμενείς για τον κλάδο μας"».
Στις
22 Δεκέμβρη απεργούν, επίσης με επιτυχία, και οι εμποροϋπάλληλοι της
Θεσσαλονίκης.
Οι
σχεδιασμοί των μεγαλοκαταστηματαρχών
Στις
15 Γενάρη 1977, ο «Ριζοσπάστης» αποκάλυψε τα πρακτικά συνεδρίασης του Συνδέσμου
Επιχειρήσεων Λιανικών Πωλήσεων Ελλάδος (ΣΕΛΠΕ), που έγινε στις 21 Ιούλη 1975. Έγραφε
η εφημερίδα:
«Στη συνεδρίαση παραβρέθηκαν:
Π. Λαμπρόπουλος, Ι. Μαρινόπουλος, Γ.
Μειμαρίδης, Χ. Χρυσόπουλος, Ι. Γεωργακάς, Γ. Κατράντζος, Ε. Αποστολίδης, Ε.
Παπαγιάννης, Γ. Βασιλόπουλος, Σ. Αθανασόγλου, Α. Καρβέλης, Α. Πετρίδης, Σ.
Μοσχούτης, Π. Δράκος, Ι. Σκλαβενίτης, Π. Παρνασσάς, Σ. Τσιτσόπουλος».
Μεταξύ
άλλων καταγράφεται στο πρακτικό:
«Περαιτέρω ο κ. Μαρινόπουλος αναφέρει
ότι ο Σύλλογος προέβη σε ενέργειες κυρίως σχετικά με το ωράριο λειτουργίας των
καταστημάτων υποστηρίζοντας σε γενικές γραμμές και καταρχήν τα ακόλουθα:
α) αποκόλληση λειτουργίας καταστημάτων
και απασχόλησης υπαλλήλων πωλήσεων
β) απασχόληση των υπαλλήλων
εβδομαδιαίως 45 ώρες κατά ανώτατο όριο
γ) λειτουργία καταστημάτων για όλες τις μέρες της
εβδομάδας από Δευτέρα μέχρι και Σάββατο και από ώρα 9.30 π.μ. μέχρι 7 μ.μ. Ετσι
τα καταστήματα να λειτουργούν 9μιση ώρες ημερησίως και 57 εβδομαδιαίως.
(...) Στο σημείο αυτό ο κ.
Κατράντζος προτείνει ο Σύνδεσμος να καταβάλλει παράλληλα προσπάθειες για
θέσπιση του ωρομισθίου. Ο κ. Μειμαρίδης αναφέρει ότι ως ιδέα είναι σωστή
αλλά νομίζει ότι θα συναντήσει ισχυρή αντίδραση από τις συνδικαλιστικές
οργανώσεις.
Ακολούθως ο κ. Λαμπρόπουλος λαμβάνει το
λόγο και αφού αναφέρει τους κινδύνους που σχετίζονται με το ωρομίσθιο, λέει ότι από
πλευράς τακτικής δεν θα πρέπει να επιμείνουμε προς το παρόν για την καθιέρωση
του ωρομισθίου. Θα πρέπει, συνέχισε ο κ. Λαμπρόπουλος, να το επιδιώξουμε
αργότερα για να μπορούμε προς το παρόν να επιτύχουμε την αποκόλληση και τη
λειτουργία των καταστημάτων τουλάχιστον για 48 ώρες τη βδομάδα...».
Δοκιμαστική
περίοδος εφαρμογής
Η
κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα εφαρμόσει δοκιμαστικά το νέο ωράριο στις 24 Γενάρη
1977. Σε σύσκεψη που γίνεται με τη συμμετοχή δεκάδων σωματείων αποφασίζεται ότι
την πρώτη μέρα δοκιμαστικής εφαρμογής θα κηρυχθεί απεργία. Η κυβέρνηση μετέθεσε
την έναρξη στις 28 Φλεβάρη. Ημερομηνία λήξης της δοκιμαστικής περιόδου ορίστηκε
η 15η Μάη.
Στις
16 Φλεβάρη η κυβέρνηση ψηφίζει το νόμο 549. Στο άρθρο 1 όριζε ότι κατά τη
δοκιμαστική περίοδο ο υπουργός Εργασίας θα μπορεί να καθορίζει όπως αυτός θέλει
το ωράριο λειτουργίας και εργασίας των καταστημάτων. Στις 17 Φλεβάρη έγινε
μαζική γενική συνέλευση του Συλλόγου Εμποροϋπαλλήλων και παίρνουν απόφαση για
νέα απεργία.
Στις
25 Φλεβάρη ο υπουργός Εργασίας Λάσκαρης ορίζει το νέο δοκιμαστικό ωράριο. Στην
Αττική, το ωράριο λειτουργίας είναι 9 π.μ.- 5.30 μ.μ. τις καθημερινές και 9
π.μ. - 2.30 μ.μ. το Σάββατο. «Οι αποφάσεις
αυτές - σχολίαζε ο «Ριζοσπάστης»
-κατοχυρώνουν τη μερική αποδέσμευση του
ωραρίου και "κρύβουν" τη γενικότερη πρόθεση κυβέρνησης και
μεγαλοκαταστηματαρχών για την πλήρη αποδέσμευση και την επιβολή του
αντεργατικού ωρομισθίου».
Στις
28 Φλεβάρη γίνεται η απεργία, την οποία στηρίζουν οργανώσεις των εμπόρων, όχι
όμως η ΓΣΕΒΕΕ.
Στη
1 Μάρτη, ο πρωτοσέλιδος τίτλος του «Ριζοσπάστη» ήταν: «Νέκρωσε
η αγορά Αθήνας και Πειραιά». Σε
άλλο ρεπορτάζ αναφέρεται: «Ιδιωτικοί
υπάλληλοι και μικρομεσαίοι καταστηματάρχες σαν ένας άνθρωπος αντιστάθηκαν στην εφαρμογή
του νέου εξοντωτικού και απάνθρωπου ωραρίου, με 24ωρη απεργία οι πρώτοι και με
το κλείσιμο των καταστημάτων τους οι δεύτεροι».
Συνέχεια
των αντιδράσεων
Στις
6 Μάρτη ο «Ριζοσπάστης» αναλύοντας την προοπτική των αντεργατικών σχεδιασμών
επισήμανε: «Είναι
βέβαιο ότι δεν θα πληρώσουν (σ.σ.
οι εργοδότες) για πολύ καιρό
δεύτερη βάρδια για τις αποδεσμευμένες ώρες, αλλά θα επιδιώξουν με το ίδιο
προσωπικό να κρατάνε ανοιχτά τα καταστήματα όλες τις ώρες (...) Αρχίζοντας να
πληρώνουν ωρομίσθιο και όχι υπερωριακά την εργασία για τις αποδεσμευμένες ώρες,
οι μεγαλοκαταστηματάρχες σκοπεύουν να επεκτείνουν για όλες τις ώρες τον τρόπο
αυτό της αμοιβής».
Στις
21 Μάρτη γίνεται νέα κινητοποίηση. Η ΓΣΕΒΕΕ, κάτω από την πίεση, αποφάσισε
ομόφωνα το κλείσιμο των καταστημάτων για τη μέρα εκείνη, ενώ ο Σύλλογος
Εμποροϋπαλλήλων κάλεσε σε απεργία και συγκέντρωση στα γραφεία του. Και πάλι το
ρεπορτάζ αναφέρει ότι «νέκρωσε» η αγορά σε όλη τη χώρα.
Στις
16 Μάη, που έχει πια τελειώσει η δοκιμαστική περίοδος, η κυβέρνηση επαναφέρει
το παλιό ωράριο, αν και είχε δεσμευθεί ότι θα παραμείνουν οι 43 ώρες.
Οι
υπάλληλοι προχωρούν σε νέα απεργία στις 8 Ιούνη 1977, απαιτώντας 43 ώρες
εργασίας τη βδομάδα. Η απεργία γίνεται και πάλι με επιτυχία. Στις 9 Ιούνη ο
«Ριζοσπάστης» σημείωνε ότι τα περισσότερα μεγάλα καταστήματα στην Αθήνα και τον
Πειραιά ανακοίνωσαν στο προσωπικό τους ότι θα μειώσουν τις ώρες εργασίας στις
43, πως στη Χαλκίδα υπογράφτηκε συμφωνία για άμεση εφαρμογή των 43 ωρών και η
Συντονιστική Επιτροπή Εμπορικών Συλλόγων ανακοίνωσε ότι δέχεται να εφαρμόσει το
43ωρο, ανεξάρτητα από το τι θα πουν οι νομάρχες.
Όπως
είναι γνωστό, τριάντα χρόνια μετά, οι προσπάθειες των κυβερνήσεων και
μεγαλοεπιχειρηματιών του κλάδου, όχι μόνο δεν έχουν σταματήσει, αλλά
συνεχίζονται και σήμερα με μεγαλύτερη ένταση για πλήρη απελευθέρωση του ωραρίου
και κατάργηση της Κυριακής αργίας...